- κληρονομῆσαι
- κληρονομέωinheritaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
наслѣдити — НАСЛѢ|ДИТИ (93), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1. Унаследовать, получить в наследство, завладеть по праву наследования: изъведи изъ ѥюпта люди мо˫а из҃лѧ да вшедъше наслѣдѧть землю. юже ѡбѣщахъ аврамѹ. КН 1280, 605а; б҃ъ сп҃сеть сиона и съзижютьсѧ гради… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μετέπειτα — (ΑΜ μετέπειτα, Α ιων. τ. μετέπειτεν) επίρρ. κατόπιν, αργότερα, ακολούθως («καὶ μετέπειτα, θέλων κληρονομήσαι τὴν εὐλογίαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (συν. με άρθρ. ως επίθετο) ο, η, το μετέπειτα αυτός που ακολουθεί, ο κατοπινός 2. φρ. οι μετέπειτα οι… … Dictionary of Greek